Final Fantasy VII Rebirth | Review

Last updated:

Το Final Fantasy 7 είναι ένα από τα πιο εμβληματικά παιχνίδια στην ιστορία του gaming. Δημιουργήθηκε από τη Square Enix και κυκλοφόρησε αρχικά το 1997 για την κονσόλα PlayStation της Sony και γρήγορα αναδείχθηκε ως ένα από τα κορυφαία RPG όλων των εποχών, ενώ έχει καταφέρει να κερδίσει εκατομμύρια θαυμαστές παγκοσμίως. Η σειρά έγινε γνωστή όλα αυτά τα χρόνια τόσο από τις ιστορίες που διηγούνταν όσο και από το στρατηγικό gameplay που συνδυάζει έντονες μάχες, εξερεύνηση και έναν κόσμο γεμάτο περιπέτειες, εκπλήξεις και ανατροπές. Έτσι, όταν πριν μερικά χρόνια η Ιαπωνική Square Enix ανακοίνωσε την ανάπτυξη μιας σειράς Remake για το έβδομο παιχνίδι, το “hype” εκτοξεύτηκε στα ύψη.

Ερχόμαστε λοιπόν στο σήμερα, με το πολυαναμενόμενο sequel του Final Fantasy VII Remake να καταφθάνει στην κονσόλα της Sony (και ενδεχομένως, αργότερα σε υπολογιστές). Εκατομμύρια οπαδών του, franchise πλέον, Final Fantasy VII αλλά και λάτρεις των JRPG γενικότερα, καλωσορίζουν τον, μέχρι στιγμής, πιο δυνατό ΑΑΑ τίτλο για το 2024. Ο λόγος για το Final Fantasy VII Rebirth όπου, σύμφωνα με την Square Enix, είναι ένας τίτλος όπου μπορούν να απολαύσουν και καινούργιοι παίκτες της σειράς.

Η ιστορία μας βρίσκει αμέσως μετά το τέλος του Remake όπου οι ήρωες μας μόλις έχουν εγκαταλείψει την Midgar, αφού ήρθαν αντιμέτωποι με την εταιρία Shinra, που σπαταλάει τα resources του πλανήτη και τον καταστρέφει αργά-αργά. Εκτός όμως από την Shinra Electric Power Company, μια ακόμη απειλή για τον κόσμο παραμονεύει. Ο μυστηριώδης ξιφομάχος, ήρωας και Soldier, Sephiroth φαίνεται πως είναι ακόμη ζωντανός, παρά τις φήμες πως είχε πεθάνει σε μια αποστολή μερικά χρόνια πριν. Ο Sephiroth επανεμφανίζεται με ένα μεγαλόπνοο σχέδιο οπού είναι ο έλεγχος του πλανήτη, του lifestream και του χωροχρόνου για να πάρει εκδίκηση για την μητέρα του Jenova.

Ο Cloud Strife, πρώην SOLDIER και νυν μισθοφόρος, φαίνεται πως έχει παρελθόν με τον εμβληματικό ξιφομάχο, και έτσι η κατατρόπωση του Sephiroth ζητάει και την προσωπική σφραγίδα του Cloud, πέρα από το να επιστρέψει ο πλανήτης στην ισορροπία του. Αυτή η σχέση και, ακολούθως, ένα πολύ σημαντικό γεγονός που λαμβάνει μέρος στην πόλη που μεγάλωσε ο Cloud, εξερευνώνται ενδελεχώς στο πρώτο chapter του Rebirth. Εκεί μπαίνουμε γρήγορα στο κλίμα του κεφαλαίου αυτού και για πρώτη φορά ρίχνουμε μια πιο ουσιαστική ματιά πίσω από τον απόμακρο πρωταγωνιστή μας. Έτσι, με τον Cloud και την ομάδα του να βρίσκονται για πρώτη φορά εκτός της βιομηχανικής πόλης της Midgar, ένας ολόκληρος κόσμος ανοίγεται μπροστά τους, με μυστήρια, κινδύνους αλλά και νέους συντρόφους να τους περιμένουν. Κάπως έτσι και εμείς, οι παίκτες, μπαίνουμε στον ανοιχτών οριζόντων κόσμο του παιχνιδιού.

Το πρώτο στοιχείο που παρατηρούμε σαν μια τεράστια αλλαγή από το Remake, και το μεγάλο στοίχημα του παιχνιδιού στην προκειμένη περίπτωση, είναι το open-world στοιχείο. Ενώ στο Remake νιώσαμε την κλειστή, αποπνικτική και βιομηχανοποιημένη ατμόσφαιρα και αισθητική της Midgar, στο Rebirth μας καλωσορίζει ένας καταπράσινος ορίζοντας με την άγρια φύση, τα βουνά, τα ποτάμια και τις σπηλιές να μας επιτρέπει να πάμε όπου το επιθυμούμε και να επισκεφθούμε νέες περιοχές και πόλεις.

Το Rebirth φροντίζει να μας γνωστοποιήσει τα νέα στοιχεία του, όπως για παράδειγμα το gameplay, που είναι μείζονος σημασίας για την ομαλή ροή του παιχνιδιού. Δεν θα σταθούμε πολύ σε αυτόν τον τομέα καθώς το combat είναι εξαιρετικό, γρήγορο, με μια μοναδική ανάμειξη δράσης και στρατηγικής τοποθέτησης – δηλαδή με ένα μείγμα turn-based και Action μάχης. Το σύστημα αυτό μας επιβραβεύει στην επιθετική προσέγγιση της μάχης, καθώς γεμίζουμε την ATB μπάρα η οποία με την σειρά μας επιτρέπει να πραγματοποιούμε ειδικές κινήσεις και ικανότητες που εξαπολύουμε είτε μόνοι μας είτε συνδυαστικά με κάποιον άλλον ήρωα στην τριάδα μας. Εδώ πρέπει να έχουμε υπόψιν μας πως κατά την διάρκεια της μάχης πρέπει να παίζουμε με κάθε χαρακτήρα της ομάδας μας αν θέλουμε να γεμίσουμε το ATB για να κάνουμε συνδυαστικές ή απλές ικανότητες οπότε εδώ θα λέγαμε πως προσθέτεται και ένα ακόμα στρώμα στρατηγικής.

Η υιοθέτηση μιας στρατηγικής άμυνας μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματική στις επιθέσεις των εχθρών μας, καθώς η ικανότητα να αποκρούουμε και να πραγματοποιούμε Perfect Parries μας προσφέρει ένα πολύτιμο πλεονέκτημα κατά τη διάρκεια των μαχών, ειδικά με τα Bosses. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και επιδέξιοι στο timing των αμυντικών κινήσεων, καθώς η αποτυχημένη άμυνα μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες στη μάχη και να πρέπει να “spamάρουμε” Items και Cure.

Η μεγαλύτερη αλλαγή στο combat είναι η προσθήκη των Synergy Abilities, ικανοτήτων που ξεκλειδώνονται σταδιακά, όσο ανεβαίνουμε επίπεδα και μας επιτρέπουν να εξαπολύουμε επιθέσεις συνεργατικά με άλλους ήρωες. Για παράδειγμα, ο Cloud μπορεί να εκτοξεύσει την Tifa προς τα διάφορα τέρατα ή να χρησιμοποιήσει την μαγεία της Aerith για να κάνει το σπαθί του να πετάει…πυροτεχνήματα. Πέρα από αυτά όμως, το βασικό combat gameplay παραμένει ίδιο με αυτό του Remake οπότε δεν θα ανακαλύψουμε πολλά νέα στοιχεία.

Όσο προχωράμε, θα ξεκλειδώνουμε και παραπάνω δραστηριότητες για να ασχοληθούμε όπως αρκετά mini-games, με κάποια από αυτά να είναι προαιρετικά και άλλα απαραίτητα για να προχωρήσουμε την ιστορία. Προς τιμήν των developers, τα mini-games είναι πάρα πολύ διασκεδαστικά, και ουδέποτε νιώσαμε πως μας αποτραβούσαν από την κύρια ιστορία, κυρίως γιατί πιάσαμε τον εαυτό μας να αφοσιώνεται για πολλές ώρες με αυτά. Το κυριότερο από αυτά, καθώς απλώνεται σε όλο τον χάρτη και στην διάρκεια του παιχνιδιού, είναι το Queen’s Blood, το αντίστοιχο card game του παιχνιδιού. Ξεκινάμε με μια έτοιμη τράπουλα, χωρίς περίπλοκους συνδυασμούς, καθώς και με αντιπάλους που δεν αποτελούν ιδιαίτερη πρόκληση. Αλλά προς έκπληξη μας, το Queen’s Blood επεκτείνεται με την πάροδο του παιχνιδιού, περισσότερες και δυνατότερες κάρτες γίνονται διαθέσιμες και χωρίς να το καταλάβουμε έχουμε ένα παιχνίδι με πολλές κάρτες, χιλιάδες πιθανούς συνδυασμούς και διαφορετικές στρατηγικές ώστε να φτάσουμε στην νίκη. Δεν αποτελεί ορόσημο στο card game genre, αλλά ένα απλό, εξαιρετικό αλλά και προαιρετικό side-game μέσα στο κύριο παιχνίδι μας.

Πέρα από τα Chocobos που θα συναντήσουμε σε όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού, το πιο σημαντικό είναι να αναφέρουμε τι μας περιμένει στο Rebirth από άποψη gameplay. Εδώ συναντάμε το δεύτερο μεγαλύτερο στοίχημα του παιχνιδιού, εκτός από το open-world περιβάλλον. Αυτό είναι η πληθώρα των mini-games και των side quests, καθώς και η πρόκληση να ανακαλύψουμε όλα τα μυστικά που βρίσκονται κρυμμένα στα regions του παιχνιδιού.

Τα mini-games αποτελούν ένα τεράστιο μέρος της εμπειρίας του παιχνιδιού μιας και ορισμένα από αυτά είναι υποχρεωτικά για να συνεχίσουμε την ιστορία. Κάποια από αυτά όμως είναι προαιρετικά και τα συναντάμε καθώς εξερευνούμε τον κόσμο του παιχνιδιού, ενώ άλλα βρίσκονται σε συγκεκριμένα σημεία όπως για παράδειγμα το Gold Saucer, το τεράστιο θεματικό πάρκο που επισκέπτεται ο Cloud και η παρέα του. Δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια πόσες ώρες μπορούμε να αφιερώσουμε σε αυτά.

Μία από τις πρώτες και πολυαναμενόμενες προσθήκες στο παιχνίδι, είναι και τα αξιολάτρευτα και εμβληματικά Chocobos. Ως ο βασικός τρόπος μετακίνησης (πέρα από το Fast Travel) μπορούμε να τα καβαλήσουμε ώστε να εξερευνούμε πιο γρήγορα τον χάρτη, και να πηγαίνουμε σε δύσβατα σημεία του, από τις πιο επίπεδες πεδιάδες, μέχρι και τα πιο υψηλά σημεία. Ως σύντροφοι, μας βοηθούν να ανακαλύψουμε κρυμμένους θησαυρούς, κάτι που τα καθιστά και απαραίτητα για την ολοκλήρωση μερικών side quests.

Επίσης, σε κάθε νέα περιοχή που ανακαλύπτουμε, διαφορετικά Chocobos εξυπηρετούν τους ήρωες μας, καθώς έχουν μια σειρά από ικανότητες, που είναι απαραίτητες για της ανάγκες τις περιοχής. Για παράδειγμα, πέρα από τα κλασσικά κίτρινα Chocobos, θα συναντήσουμε Chocobos που ανεβαίνουν βουνά ή Chocobos που κάνουν τεράστια άλματα χρησιμοποιώντας την μορφολογία της περιοχής.

Εδώ όμως θέλω να σταθώ σε κάτι που δεν το έχω συναντήσει σε άλλο JRPG, τουλάχιστον όχι σε κάποιο που να μπορώ να ανακαλέσω αμέσως. Είναι περιέργο, καθώς πρόκειται για κάτι πολύ αξιόλογο όταν το συναντάς σε ένα παιχνίδι μεγάλης διάρκειας, αλλά… υπο προϋποθέσεις, καθώς μπορεί να μετατραπεί και σε μελανό σημείο της συνολικής εμπειρίας. Ας το φανταστούμε σαν ένα νόμισμα με κοινό παρανομαστή, που δεν είναι άλλος από το να έχουμε ένα διασκεδαστικό, και κυριώς “γεμάτο” παιχνίδι.

Θα αναφερθώ πρώτα στην άσχημη πλευρά αυτού του νομίσματος και μια από τις μεγαλύτερες απογοητεύσεις για μένα στο το FF VII Rebirth, και αυτή είναι η πάρα πολλή απλωμένη και αρκετά βαρετή, σε ορισμένα σημεία, βασική ιστορία του παιχνιδιού. Όσοι ψάχνετε για μια δεμένη και άμεση ιστορία ή όσοι θυμάστε το παλιό παιχνίδι του PS1, όπου έχεις ολοκληρώσει την κύρια ιστορία στις 30 ώρες, θα πρέπει να οπλιστείτε με αρκετή υπομονή.

Η ιστορία και ο μύθος που περιβάλλουν το FF VII έχουν επεκταθεί σε τεράστιο βαθμό. Αυτό είναι κάτι που γίνεται αντιληπτό από το πρώτο παιχνίδι. Ωστόσο, η εμπειρία που παρέχει το Remake και ο τρόπος με τον οποίο μας προϊδεάζει για διαφορές στην ιστορία, δεν μπορεί να συγκριθεί με το πόσο διαφορετικά εξελίσσονται τα γεγονότα στο Rebirth. Για να αποφευχθούν τα spoilers, θα περιοριστούμε στο να πούμε ότι δεν πρόκειται τόσο για αλλαγές στην ιστορία και διαφορετική πλοκή, αλλά για μια επέκταση του μύθου και μια διαφορετική οπτική και εξήγηση της ιστορίας. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό και σίγουρα αξίζει να εμπιστευτούμε τη συγγραφική ομάδα, καθώς φαίνεται ότι η ιστορία και η συνολική εμπειρία του Rebirth έχουν λάβει την απαιτούμενη προσοχή. Ωστόσο, η πρόκληση προς τους παίκτες είναι να ζήσουν ξανά την εμβληματική ιστορία του FF VII, η οποία χάνεται μέσα σε ένα λαβύρινθο από παράπλευρες ιστορίες, μακρόχρονα cutscenes που δεν συνεισφέρουν στην ουσιαστική πρόοδο της ιστορίας και την εμφάνιση χαρακτήρων που διατηρούν το μυστήριο, χωρίς όμως να αποκαλύπτουν πλήρως τα κίνητρα τους και την ταυτότητά τους.

Μέχρι το τέλος του Rebirth αρκετά στοιχεία από τα παραπάνω έχουν εξηγηθεί, αλλά πολλά άλλα παραμένουν άλυτα και σε “αναμονή” να τα ανακαλύψουμε στο τρίτο και τελευταίο μέρος της τριλογίας. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με μια συνολικότερη αίσθηση πως πολλά από αυτά που συμβαίνουν, απαιτούν από τον παίκτη να είναι ήδη λίγο εξοικειωμένος με τον μύθο του FFVII, κάνουν το παιχνίδι και την προσπάθεια μας να συνδέσουμε τα γεγονότα που εκτυλίσσονται, αρκετά κουραστική. O ανοιχτός κόσμος του παιχνιδιού, αν και ομορφότερος, γεμάτος με φύση και στοιχεία που του προσδίδουν ζωντάνια, είναι σχεδιασμένος με τέτοιον τρόπο που “τραβάει” την διάρκεια του παιχνιδιού και ενώ μας αφήνει να τον ανακαλύψουμε με το πάσο μας, μας απομακρύνει από τον βασικό στόχο.

Η ιστορία του δεύτερου μέρους δεν είναι κακή αφού μας επιτρέπει να γνωρίσουμε καλύτερα τις διάφορες πτυχές των ηρώων και να δούμε τα γεγονότα του πρώτου παιχνιδιού από μια άλλη οπτική. Αλλά σίγουρα φτάνοντας προς την κλιμάκωση της ιστορίας οδηγούμαστε σε έναν κακοτράχαλο δρόμο, γεμάτο περισπασμούς. Αυτή είναι μια καλή πάσα για να αναφερθούμε στην καλή πλευρά του ίδιου νομίσματος.

Το μεγαλύτερο και βασικότερο κομμάτι της εμπειρίας, πέρα από τα side-activities και mini-games, είναι τα side-quests που αντίθετα από τις προσδοκίες μου ότι θα υπήρχαν απλώς για να παρατείνουν τον χρόνο και θα ακολουθούσαν τον κλασικό τύπο των αποστολών “πήγαινε σκότωσε αυτόν, σώσε αυτόν, βρες τη γάτα μου”, βρέθηκα να τα ολοκληρώνω με ενθουσιασμό ένα πίσω από το άλλο. Πολλά από αυτά εμβάθυναν στο lore του κόσμου, άλλα ήταν πραγματικές προκλήσεις και απαιτούσαν κατάλληλη προετοιμασία για να ολοκληρωθούν, ενώ άλλα έδιναν έμφαση στις σχέσεις μεταξύ των χαρακτήρων.

Αυτές οι αποστολές βρίσκονταν σε πολλά και διαφορετικά σημεία του χάρτη, κάνοντας την εξερεύνηση ευχάριστη και δίνοντας την αίσθηση της έκπληξης για το τι θα ανακαλύψουμε. Φυσικά, υπήρχαν και γενικές αποστολές που απαιτούσαν απλά να πάμε και να κάνουμε κάποια δραστηριότητα, αλλά αυτές δεν αποτελούσαν την πλειοψηφία. Έτσι, νιώσαμε ότι είχαμε μια πιο ολοκληρωμένη εμπειρία, καθώς τα side quests και η εξερεύνηση του κόσμου μας έφεραν πιο κοντά στους χαρακτήρες και στην ιστορία τους.

Αν και δεν είναι απαραίτητη, η ολοκλήρωση των διαφόρων παράπλευρων αποστολών βοηθάει στο να χτιστεί τόσο η ατμόσφαιρα όσο και οι σχέσεις μεταξύ των χαρακτήρων. Γνωρίζουμε πως αυτή η αντίφαση για την ιστορία και το πόσο “τραβιέται” η διήγηση σε αντίθεση με την σημασία των side-quests ακούγεται παράλογη, αλλά είναι και το βασικό χαρακτηριστικό ενός παιχνιδιού που αγαπάμε αρκετά.

Όσον αφορά τον τεχνικό τομέα, μπορούμε να πούμε πως έχει γίνει μια πάρα πολύ καλή δουλειά, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον οπτικό τομέα. Οι δύο επιλογές που έχουμε όσον αφορά τα γραφικά του παιχνιδιού είναι τα κλασσικά πλέον Performance και Graphics Mode. Οι δύο λειτουργίες δουλεύουν άψογα όσον αφορά τα καρέ ανά δευτερόλεπτο. Το Graphics Mode λειτουργεί στα 30 fps χωρίς drops, και αναδεικνύει τα λεπτομερή γραφικά του παιχνιδιού, τα textures, τα particles και τα effects στις μάχες καθώς και τα μοντέλα των χαρακτήρων. Το Performance Mode, όπως είναι γνωστό, είναι κλειδωμένο στα 60FPS, επίσης χωρίς κάποιο drop.

Παρόλα αυτά, εδώ αξίζει να σημειωθεί το οπτικό αποτέλεσμα του Performance Mode. Τα γραφικά σε αυτή την λειτουργία είναι υπερβολικά “ξεπλυμένα”, που για παιχνίδι του 2024, αποκλειστικό για το PS5 που σημαίνει πως θα έπρεπε να χρησιμοποιεί στο έπακρο το hardware της συσκευής (που μας διαφήμιζε η Sony με τόσο πάθος) χωρίς αστερίσκους και με το budget της Square Enix, είναι το λιγότερο απαράδεκτο. Δεν περίμενα να το πως αυτό ποτέ για action παιχνίδι, αλλά προτείνουμε το Graphics Mode. Αρκετά σύντομα το μάτι μας συνηθίζει, και το consistency των 30 fps είναι παραπάνω από αποδεκτό αν και όχι το επιθυμητό.

Η ομάδα ανάπτυξης ανακοίνωσε πριν μερικές εβδομάδες ότι εργάζεται σε ένα patch για το Performance Mode οπότε αναμένουμε να δούμε ποιο θα είναι το αποτέλεσμα.

Δεν γίνεται όμως, πριν κλείσουμε, να μην αναφερθούμε και στην φανταστική μουσική του Rebirth. Το τρίο των Nobuo Uematsu, Masashi Hamauzu και Mitsuto Suzuki άφησε, για άλλη μια φορά, το στίγμα του στο παιχνίδι μέσα από τις αριστοτεχνικές συνθέσεις τους. Οι μελωδίες του Nobuo Uematsu με το βασικό θέμα και ορισμένα μουσικά κομμάτια που ανεβάζουν την αδρεναλίνη, παρέχουν τη συναισθηματική ραχοκοκαλιά της αφήγησης του παιχνιδιού. Οι συνεισφορές του Masashi Hamauzu τον οποίο γνωρίσαμε με κομμάτια όπως το “Crisis Core – The Price of Freedom,” ενισχύουν την νέα αφήγηση με ακόμα περισσότερα κομμάτια που απεικονίζουν τον συναισθηματικό φόρτο των χαρακτήρων και των γεγονότων ενώ παράλληλα η καινοτόμος προσέγγιση του Mitsuto Suzuki εισάγει σύγχρονα ηλεκτρονικά στοιχεία, δίνοντας νέα πνοή σε κλασικά κομμάτια, δημιουργώντας παράλληλα καινούργια. Η συνεργασία τους δημιούργησε ένα ηχητικό τοπίο που ανυψώνει εκ νέου το Final Fantasy VII Rebirth παρέχοντας μουσικά σύνολα τόσο σε βασικές σκηνές όσο και στα side quests που μας αφήνουν με το στόμα ανοιχτό (χαρακτηριστικό παράδειγμα το τραγούδι αυτό).

Το Final Fantasy VII Rebirth είναι η μέχρι στιγμής μεγαλύτερη κυκλοφορία του 2024. Καταφέρνει να πετύχει αρκετά από τα στοιχήματα που έβαλε η Square Enix με τον εαυτό της και το κοινό, από τη στιγμή που αποφάσισε να ξεκινήσει το ταξίδι του Remake. Το ένα στοίχημα είναι το να προκαλέσει ξανά το ενδιαφέρον γύρω από τον κόσμο του θρυλικού αυτού παιχνιδιού, και να κρατήσει σε εγρήγορση τους παλιότερους, αλλά και τους νέους fans. Το άλλο στοίχημα είναι πως κατάφερε να φτιάξει ένα υπερπλήρες RPG, με τεράστια ιστορία που μας κάνει να αναμένουμε το τελευταίο μέρος της τριλογίας, πληθώρα από ελκυστικά side quests, mini-games και δραστηριότητες για όλα τα γούστα, καθώς και εκατοντάδες ώρες διασκέδασης.

Για αυτούς τους λόγους επιμείναμε και στα αρνητικά που εντοπίσαμε, καθώς ο πυρήνας του Rebirth είναι ίδιος με του Remake, που απέδειξε πως άντεξε στον χρόνο, και έπεισε το κοινό πως η ανανεωμένη διήγηση της ιστορίας αξίζει την προσοχή μας. Το Rebirth πατάει πάνω σε αυτόν τον πυρήνα και συνεχίζει επάξια την επική ιστορία, αρκεί να δείξουμε υπομονή καθώς η διαδρομή είναι αρκετά μεγάλη και με μπόλικους περισπασμούς.

Ευχαριστούμε την CD Media S.A. για την παραχώρηση του παιχνιδιού.

Final Fantasy VII Rebirth | Review
ΣΥΝΟΨΗ
Το δεύτερο τμήμα της επικής ιστορίας συνεχίζεται και μας βάζει σε έναν ανοιχτό κόσμο γεμάτο δραστηριότητες και ατελείωτη ομορφιά. Παρά τους περισπασμούς και το μεγάλο padding του χρόνου, το Final Fantasy VII Rebirth διαδέχεται επάξια το Remake.
8.5
ΒΑΘΜΟΣ